|
1) по; ~ τόν ποταμό — по реке; ~ τά όρη — по горам; ~ τήν πόλιν — по городу; ~ δύο πό — два; ~ τεσσάρας — по четыре; περιοδεύω ~ πασαν τήν Ελλάδα — путешествовать по всей Греции; 2) в; ~ χείρας — в руки; в руках; λαμβάνω ~ χείρας τό βιβλίο — я беру в руки книгу; === ~ παν τέταρτον έτος — каждый четвёртый год #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово по? — ανά как на (ново)греческом будет слово в? — ανά как с (ново)греческого переводится слово ανά? — по, в — μεταφραστής — σκιοπαίγνιον — δεματιάρισσα — μοσκατέλλο — θρησκευόμενος — καθένας — δύσπιστος — κωκταιλ — συνεργατικός — ριγώ — πωρόλιθος — διορυχή — πλανερός — μποτσάρω — κοινολογημένος — ωοθηκοτομία — ατμοκίνητος — άκακα — αγκυροβόλημα — βιτρίνα — αρχιεπισκοπή |
|||