|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καθολικά? — — πηροποδία — εκλεκτικός — περιοδολόγηση — άψαχτος — κοκαϊνομανία — φωνητική — λυχνίσκος — παρεμβαίνω — μήλι — γυνή — κρόταφος — αποταμιεύω — ασκημομούρικος — συμπλέγμα — σαρακοστιάτικος — επινοηματικός — τελετουργώ — παρεμποδίζω — καμωμένος — ιματιοφύλακας — πεταλούδι |
|||