Новогреческий словарь
καθολικά
καθολικά
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καθολικά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ψύχος
—
σίκλος
—
μαλλίνα
—
οινοποιός
—
αυτόφωρος
—
λεμφοκοκκιωμάτωση
—
μπουζουκομάνα
—
βροχικά
—
κατωφερής
—
ρυθμίζω
—
θέσπιση
—
βαθιονόητος
—
ευκινητότητα
—
ανορύσσω
—
κολιέ
—
επιστολοζύγιο
—
συμφιλιώτρια
—
επιστημολογία
—
υδροδόκη
—
ψιμυθίτης
—
στειρότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,