καθολικά

формы словаβ
καθολικά



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово καθολικά? —


πηροποδίαεκλεκτικόςπεριοδολόγησηάψαχτοςκοκαϊνομανίαφωνητικήλυχνίσκοςπαρεμβαίνωμήλιγυνήκρόταφοςαποταμιεύωασκημομούρικοςσυμπλέγμασαρακοστιάτικοςεπινοηματικόςτελετουργώπαρεμποδίζωκαμωμένοςιματιοφύλακαςπεταλούδι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit