|
плоскорогий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плоскорогий? — πλατυκέρατος как с (ново)греческого переводится слово πλατυκέρατος? — плоскорогий — κάρωσις — αμαύρωση — φθειρίζομαι — ισότητα — λιθογόμωση — αποσαθρώνομαι — βώλακας — στηλιτευτικός — χολκουργείο — βουρλός — πρωτόδικος — μετατρέπω — εκπομπή — κυβικότητα — μπάφρα — μεριάζω — μουσουλμανισμός — αποδοχή — αχιβάδα — περιστέλλομαι — γητειά |
|||