|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγγειολογικός? — — επικόλληση — συνταράσσω — λαφροσειώ — μυωπία — λεμβουργείο — διαθλαστός — ακατάδεκτος — γουνίτσα — Αναξίμανδρος — λειόθριξ — απολεπτύνομαι — ξέμετρο — διαριθμώ — άρατ' αθέματα — δεκαπεντάκις — πονηριά — εγκόπτω — αγρίμι — αλευράς — επισταθμία — υδρορροή |
|||