|
η лакерда (рыба в рассоле) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лакерда? — λακέρδα как с (ново)греческого переводится слово λακέρδα? — лакерда — οικοστολή — γοργοπερνω — προπαρασκευάζομαι — αινιγματίας — είδηση — εκσπώ — βυσσοδομω — συντομογραφικός — ληστοτρόφος — φθαρτικός — αναμηρυκώμαι — ρούμπα — γεννητσούριο — τριτάρης — τρεμοσβήνω — ασυγκατάθετος — μελάνωση — ενοφθαλμίζω — δρομιάζω — ορυκτέλαιο — κρεμαστήρα |
|||