|
η 1) костыль; 2) церк. посох (епископский) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово костыль? — πατερίτσα как на (ново)греческом будет слово посох? — πατερίτσα как с (ново)греческого переводится слово πατερίτσα? — костыль, посох — αναγομώνω — πετροπέρδικα — σκοντάπτω — αψαχούλευτα — επαναστατικότητα — ψιακάτης — θανατικό — κουτσαίνω — εκμαυλίζω — αεροκινητήρας — ασκάθαρος — πεκούνια — ομπροστά — οξυμετρία — αριστειούχος — προσκοπικά — τρουλίσκος — σύριγξ — άποπτος — εμποράκος — λοή |
|||