|
обмениваться; ~όμαστε φιλοφρονήσεις (δώρα) — обмениваться любезностями (подарками) ; === τί διημείφθη; — [phrase]о чём шёл разговор?[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обмениваться? — διαμείβομαι как с (ново)греческого переводится слово διαμείβομαι? — обмениваться — γεροντομπασμένος — παλιοτόμαρο — ασταύρωτος — αλετροπόδι — κοσμίως — σκώρος — αστραχώνω — μυομήτριο — ξανανιωμένος — πεσιμιστικά — Καναδάς — όστρια — άψαχτος — γλύπτρια — κατσούφικα — ντεμπραγιάζ — κακοβλέπω — αγνωμονώ — δάπεδο — φαρυγγόσπασμος — μυστικοσυμβούλιο |
|||