τριγυρινός

формы словаβ
τριγυρινός
1. окрестный;

2. :
          οι ~οί — окружающие



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово окрестный? — τριγυρινός
как с (ново)греческого переводится слово τριγυρινός? — окрестный


θηρευτόςψηφοφόροςγδέρνωυδροκυανικόςφάλκομαντζούνιβαρείαλούπηςγηράζωθαλαμικόςβορείωςαγανάκτησηπεριεσκεμμένοςραπίζωαναμιμνήσκομαιαλληλοφθονίαεξαπτέρυγοςρεφορμίστριαομόθερμοςπαραδεισιακόςλιθοτεχνία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit