Новогреческий словарь
τριγυρινός
τριγυρινός
1.
окрестный
;
2. :
οι ~οί — окружающие
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
окрестный
? —
τριγυρινός
как с
(ново)греческого
переводится слово
τριγυρινός
? — окрестный
#
(ново)греческий словарь
—
συγκλείω
—
γαλακτίζομαι
—
χήνα
—
αντίκρημνος
—
καραβόσκοινο
—
μπλέξιμο
—
ακριβολογώ
—
διχοτόμος
—
πτυχωσιγενής
—
αφερματισμός
—
ρινηλασία
—
οδοντολοξία
—
περισκελίς
—
μύτιλος
—
άγαλος
—
εσαεί
—
κατουρλιάρης
—
σκόπιμος
—
συμφιλιωμένος
—
μισοξαπλώνομαι
—
πετροκόπος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве