|
1. окрестный; 2. : οι ~οί — окружающие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово окрестный? — τριγυρινός как с (ново)греческого переводится слово τριγυρινός? — окрестный — θηρευτός — ψηφοφόρος — γδέρνω — υδροκυανικός — φάλκο — μαντζούνι — βαρεία — λούπης — γηράζω — θαλαμικός — βορείως — αγανάκτηση — περιεσκεμμένος — ραπίζω — αναμιμνήσκομαι — αλληλοφθονία — εξαπτέρυγος — ρεφορμίστρια — ομόθερμος — παραδεισιακός — λιθοτεχνία |
|||