|
το кизил (плод) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кизил? — κράνο как с (ново)греческого переводится слово κράνο? — кизил — έξωθι — ογκολόγος — στάσιμος — τυπωθήτω — φιλοπονία — ταγματαλήτης — εκκενώνω — χειμωνικό — πειθώ — φιλοφρονώ — πληβείος — ανσχαίνω — ατιμάρευτος — υδροχόη — φιλοζωϊκός — εννοιάζομαι — αλειχήνα — μαντράχαλος — Χριστουγεννιάτης — ηλιάζομαι — αποχεριού |
|||