|
карибский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карибский? — καραϊβικός как с (ново)греческого переводится слово καραϊβικός? — карибский — γελωτοποιώ — κουκουνάρι — εκμυζώ — σαλτάρω — περισκοπικός — λάφι — συναπάρτισμα — στενοκαρδία — σακχαροφόρος — γαλατιέρα — τρύπιος — εξουδετέρωση — τοξοθήκη — δεινά — Εσταυρωμένος — σιγηλός — αυτοαποκάλυψη — άπαχος — νούς — ωϊμέ — βόγγητό |
|||