|
το сумерки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сумерки? — σουρούπωμα как с (ново)греческого переводится слово σουρούπωμα? — сумерки — ακαμάκιωτος — ανδράδελφη — αχρωμάτιστος — κατήγορος — κομιτάτο — ιδιοκτήτης — απανωβάνω — δωδεκάς — ποδηλατάδικο — φωτομετρώ — λιόχαρος — ιδιωτικός — σπεκουλάτσια — τσιφούτης — ταχυμετρία — αθέλητα — γαλίφης — ανδροπρέπεια — πανηγυριώτισσα — καταταράζω — ξενητεύομαι |
|||