|
η взвод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово взвод? — διμοιρία как с (ново)греческого переводится слово διμοιρία? — взвод — μπάσο — αυτογνωμοσύνη — οικονομία — αρχοντιά — τσιτάκι — επιμίσθιο — ιδιόγραφο — πολύπαθος — αθαλάσσωτος — γιούχα — μαδάρα — ηλιόγερμα — τυρεμπόριο — στείψιμο — υδατοκομία — εύφημος — φωτοσύνθεση — περισσότερο — χαρτού — Σμαρώ — ρωσσιστί |
|||