|
тошнотворный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тошнотворный? — αναγουλιαστικός как с (ново)греческого переводится слово αναγουλιαστικός? — тошнотворный — λαδωτήρι — στέρνο — χρήσιμος — μυδογαριδόσουπα — ανασηκώνω — αναβρυτήριο — αποβαρβαρώνω — ξάργου — δειλόψυχος — αρχιτέχτονας — αντικάμαρα — ξιφομάχος — σαβούρρωμα — ανθρωπάκης — σελιδοποιώ — καθαρεύουσα — πλακωτός — αμφιμήτριος — σομπρέρο — κόλλα — εναντίωμα |
|||