|
Ι τό волокно; пряжа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово волокно? — γνέμα как на (ново)греческом будет слово пряжа? — γνέμα как с (ново)греческого переводится слово γνέμα? — волокно, пряжа — μετάνιωμα — Κρητικοπούλα — πατησιά — θιασώτις — εντεροκήλη — άκρα — αργόστροφος — αράγιστος — δράκα — αλειάνιστος — διακριτικά — εξατμιστήρας — αγριωσύνη — πολεοδομία — χιλιάρικος — διαβάζω — επιγαστροκήλη — γνωμάτευση — εξόμπλιον — ενδοψία — ανθρωπομετρία |
|||