|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μοναδιαίος? — — κόμισσα — επαγγελία — φλασκιά — ετοιμότητα — αλώσιμος — ακατανάλωτος — εστιακός — επίμετρο — μολυβύς — πριονίδια — φαινολογία — ατζαμίδικος — απασχόληση — απασσάλωτος — καμώματα — ανεκμετάλλευτος — σκασμός — αραποσυκιά — μικρά — μειλνχιότης — ασντερεύω |
|||