|
το жилище аскета, отшельника #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жилище аскета? — ασκητήριον как на (ново)греческом будет слово отшельника? — ασκητήριον как с (ново)греческого переводится слово ασκητήριον? — жилище аскета, отшельника — αναδίπλωση — τραβηξιά — πολωνέζικος — μίτρα — ασκότνστος — ματαρχινώ — διιστάμενος — επιτακτικός — μεσοσκέλιο — σπείραμα — επιβαρύνω — ζωέμπορας — αποκτείνω — καμαρώνω — Αιγύπτιος — αγριότοπος — σαμπάνι — αεροβόλισις — αλματικός — πολυγωνικός — έπαλξη |
|||