|
физ. нстеплопроводный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нстеплопроводный? — αθερμικός как с (ново)греческого переводится слово αθερμικός? — нстеплопроводный — διαπεπαρμένος — φτειαστικά — σπερδούκλα — αλσώδης — νοσογόνος — ψευδολόγημα — άφαντος — αμετανόητος — πυριτιοκαλίωση — εξοφλητήριο — θηλύκι — κιτρινιάρης — πηγάδι — αριφνησιά — φοιτητής — ελικοπτεροφόρος — κουλάκος — μπέης — νταλκάς — εγκαθηλώνω — λεμονέλαιο |
|||