|
το перец; === οποίος έχει πολύ ~ βάζει καί στα λάχανα — посл. [phrase]он не знает куда деньги девать; кто богат, тот и тароват[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перец? — πιπέρι как с (ново)греческого переводится слово πιπέρι? — перец — γλιτζιάρικος — αναπηδητικός — εξερευνητής — πολυανθρωπία — φεστόνι — φωτογράφηση — ηλεκτροπτική — καρδιοπονώ — ελεημοσύνη — πιλάφι — σταλαξιά — εξοτμίσιμος — νεοελληνική — καταλογιστόν — αναισθησία — βαροθερμόμετρο — λόπια — σφυγμομέτρηση — διαμορφωτήρας — ευθυμολογία — προσαρμοστικότητα |
|||