|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θειαφής? — — δακρυογόνος — μουκαλιτλίκι — εγκάθετος — βουτυροπώλης — κουτοφέρνω — κατακυριεύω — βροντοφωνάζω — αλισσιβιάζω — μίλτωση — αρνίο — εγκέντριση — κρύο — θυσανοσωρείτης — θαλασσόφυτα — έγχριση — μουλαρήσιος — διαθλαστής — αρωματίζομαι — τοξεύω — νεκροφιλώ — νομισματοπώλης |
|||