|
το альфа (название первой буквы греческого алфавита); === τό ~ καί τό ωμέγα — альфа и омега, начало и конец; δέν ξέρω ούτε τό ~ — не знать ни аза; είμαι στό ~ — начинать с азов; ξαναρχίζω πάλι από τό ~ — начинать всё сначала #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово альфа? — άλφα как с (ново)греческого переводится слово άλφα? — альфа — γαυρωμένος — ενδοπλευρικός — πνθυμάω — λοκόπερδον — αναγάπητος — πολυμορφικά — εξάτομος — ατσίμπητος — μπαινοβγαίνω — εμπήγω — σελέμης — ανοξείδωτος — καταπονώ — γιγαντοοθόνη — στήριξη — ραφείο — τζάζ-μπάντ — παραπαίω — αιμοδυναμικός — ως — πολωτής |
|||