|
η осадок, отстой (винный) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осадок? — τρυγία как на (ново)греческом будет слово отстой? — τρυγία как с (ново)греческого переводится слово τρυγία? — осадок, отстой — ξεχέρσωμα — χαζίρι — διαπεραστικός — υποστηρίζω — μετεξεταστέος — επηνέχθην — αυθαιμοθεραπεία — αναβόλι — ανεπίτρεπτος — θερμοπυρηνικός — γαργαλητό — μετεπιβίβαση — απραγματοποίητον — αντιβάλλω — δουλεμπόριο — ωκεανολογικός — αργυροκέντητος — βλέφαρο — καμπανιά — ζωντανά — πλάγιασμα |
|||