Новогреческий словарь
ιπποτισμός
ιπποτισμός
ο
рыцарство
(тж. перен.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рыцарство
? —
ιπποτισμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ιπποτισμός
? — рыцарство
#
(ново)греческий словарь
—
περιγενόμενοι
—
αρχιεπισκοπικός
—
μισοκλείνω
—
αεροθέρμανση
—
ασημοκαπνίζω
—
πατριαρχώ
—
σαλπιγκτής
—
φυτεμένος
—
ξεβοτανίζω
—
απαραποίητος
—
λακκίτσα
—
μουσαμαδένιος
—
αξαζούμενος
—
ζοχός
—
ησυχαστής
—
ιδιάζω
—
μπλέκομαι
—
τροκάνι
—
σύνδικος
—
σύστρεψις
—
πατρώος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве