|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενοποιούμαι? — — κοπτήριο — συλβία — εξηγητικός — γλυκάδα — αγκάθινος — ύσκα — φεγγαρογεμισιά — ασύμπτωτος — αποστέκομαι — ελικτός — ισοδύναμο — ανθρωπίστρια — φλέβα — ευθυντήριος — αρχοντονιός — καταχείρισμα — αποπνίγω — σταφιδικός — ακτίνα — βροντοχτυπιέμαι — σταυροκουνιάδος |
|||