|
το астигмометр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово астигмометр? — αστιγμόμετρο как с (ново)греческого переводится слово αστιγμόμετρο? — астигмометр — μοιρολατρεία — τσοντάδικο — παιδιόθεν — τροχονόμος — Ψηλορείτης — τραγέλαφος — νάρκωμα — ανασκάφτω — άπλωση — κούτελο — τυφλίτης — μητροφόνος — σιτέλαιο — ψόφιος — κουμαντάρισμα — μαρτιανός — πταρμικός — αμετάστροφος — τανάλια — μελιτοκοκκίαση — ματόφρυδο |
|||