|
η увеличение, приумножение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово увеличение? — συναύξηση как на (ново)греческом будет слово приумножение? — συναύξηση как с (ново)греческого переводится слово συναύξηση? — увеличение, приумножение — νηολογημένος — ευρωπαίος — αθόλωτος — αναξιόπαθος — ταρσός — προσαύξημα — διεκπεραιώνω — κασίδης — κρυολογώ — προσέτι — χαμαλίκα — περιστολή — μελοδραματοποιός — δημαρχίνα — υπερεκχείλιση — ανακυκλίζω — αλγοριθμικός — επισκοτίζω — μεταφυτευτής — ανασυνδέω — λιθουανικός |
|||