|
неокопанный (о деревьях и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неокопанный? — αξελάκκιαστος как с (ново)греческого переводится слово αξελάκκιαστος? — неокопанный — καλλωπισμός — αιμολυσία — ιριδιούχος — εκπλατύνω — ιχθυολογία — ρόδινος — δικαιολογιέμαι — αρριβάρω — λιμάρικο — καρυδόκομπος — προσμειγνύω — καταμούτσουνα — δικαιωματικός — θερμοηλεκτρισμός — εξαιρούμενα — αποθησαυρισμένος — υπερχειλίζω — διατρέφομαι — καταλληλότητα — πολφίτιδα — ψειριάρικος |
|||