|
η чрезмерное употребление мяса #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чрезмерное употребление мяса? — κρεατοφαγία как с (ново)греческого переводится слово κρεατοφαγία? — чрезмерное употребление мяса — αυτομαγνήτιση — σταρ — κολλαρίζω — δεκαεπταετής — μετριόφρονας — πνευμονογράφηση — θερμοπαραγωγός — προσπέρασμα — σπεδίζω — αποφοιτών — ωρολογιακός — δαφνόκούκουτσο — άβγαλτος — γαμιαίος — βασικός — προαναφέρομαι — στρατολόγηση — αντιστρεφόμενος — διεκπνέω — καύσωνας — δακτυλοδειχτούμενος |
|||