|
горн. крепить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крепить? — διαξυλώ как с (ново)греческого переводится слово διαξυλώ? — крепить — οδόντωση — κουμπάρα — συγκλίνον — χαβαρώνι — ισομετρία — μουστόπιτα — έρημος — μυδοπίλαφο — εξόδευμα — σωλήνωση — βοσκαριά — ξεπροβοδάω — Κοσσυφοπέδιο — τοξευτής — μολεμένος — όρυζα — μισοανοιγμένος — γκαμπαρντίνα — φτουραίνω — εξηνταβελόνα — ενδομορφία |
|||