|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανεμολογώ? — — φραξιονιστής — τερέτισμα — καθαρεύουσα — διαπληκτίζομαι — μεγάθυμος — επιψευδαργύρωση — κατάκλιτο — όργωμα — ανάκυρτος — τεύχος — βλησίδι — σαλαγητό — γενειοφορώ — κούτρημα — καταχειρίζω — αφιόνι — πιθηκισμός — κένωμα — μπασίδι — γλακώ — συμμάχομαι |
|||