|
засаленный, грязный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово засаленный? — γλιτζιάρικος как на (ново)греческом будет слово грязный? — γλιτζιάρικος как с (ново)греческого переводится слово γλιτζιάρικος? — засаленный, грязный — πλαναισθησία — θεόκουφος — οροθέσιο — δυσχερώς — άλικος — αραχνιάζω — αντιπρόκλησις — ιρίδιο — αισθητηριακός — διαβρωσιγενής — εκπόνηση — εξετράφην — μεταξοκλωστική — ορυκτός — ηλεκτρικά — μπαλκονόπορτα — υποβιταμίνωση — ποιητικότητα — εργάζομαι — αμφιδετικός — αζούλιγος |
|||