Новогреческий словарь
γεμίδι
γεμίδι
το 1)
начинка, фарш
;
2)
набивка
(материал);
~ από πούπουλα — набивка из пуха
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
начинка
? —
γεμίδι
как на
(ново)греческом
будет слово
фарш
? —
γεμίδι
как на
(ново)греческом
будет слово
набивка
? —
γεμίδι
как с
(ново)греческого
переводится слово
γεμίδι
? — начинка, фарш, набивка
#
(ново)греческий словарь
—
νυφοστόλι
—
λυσσομανώ
—
πατέρα
—
γκαλντερίμι
—
αριοδάφνη
—
ωλένιος
—
αριστερόχειρος
—
βολά
—
πολύφωτο
—
υπώρεια
—
γεροξούρης
—
επιτυγχάνω
—
μικρά
—
μακρομικρόμετρο
—
μηχανόλαδο
—
πλάνισμα
—
αποστάθμηση
—
νεφόκαμα
—
μεταβάλλω
—
θρύψαλο
—
ξηροβατικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω