|
το 1) начинка, фарш; 2) набивка (материал); ~ από πούπουλα — набивка из пуха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово начинка? — γεμίδι как на (ново)греческом будет слово фарш? — γεμίδι как на (ново)греческом будет слово набивка? — γεμίδι как с (ново)греческого переводится слово γεμίδι? — начинка, фарш, набивка — ζαχαρολέμονο — στοίβα — ημίπαυση — εμβελής — πληβείος — αυτοκινητάκι — εξουθενωτικός — φούλι — αστεϊσμός — κιθαριστής — πακέτο — αναπάντεχος — μετατοπίζω — αποχρεμπτικός — ανατροφοδοτώ — ξεδίψασμα — τροχιοδεικτικός — χλωρόκλαδο — νεφρολιθίαση — αναζομώ — ζουζούνι |
|||