|
ο тот(__,__) кто создаёт, формирует #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто создаёт? — διαμορφωτής как с (ново)греческого переводится слово διαμορφωτής? — тот, кто создаёт — πλουτισμός — ερμαφροδιτισμός — αιχμαλώτισμός — αναστέλλουσα — αρτοζαχαροπλάστης — καταργώ — παγώνω — χέρσωση — βουτυροκόμος — εξαημερία — μετασκευή — αβούρκωτος — δαμασκηνό — ολοσκόρπιστος — λαδοτύρι — ρωμαλέος — υδατάνθραξ — μαμμόθρεφτος — δικτατορία — γραφειοκρατισμός — σκαλιστικός |
|||