|
η разведка полезных ископаемых щупом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разведка полезных ископаемых щупом? — ραβδοσκοπία как с (ново)греческого переводится слово ραβδοσκοπία? — разведка полезных ископаемых щупом — απανωτιαστά — αλαφρογλυστρώ — στέγνη — κηροποιία — κρυσταλλουργία — συγχαρητήρια — Ευτέρπη — ρόβη — αμαζόνειος — μεστωμένος — αμαρεύω — μελανία — θένορ — ασχιδής — ολόμαλλος — φορτωμένος — ατελείωτος — εκδικιέμαι — ανεψιός — ανθολόγιο — τραπεζίτης |
|||