Новогреческий словарь
ραβδοσκοπία
ραβδοσκοπία
η
разведка полезных ископаемых щупом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
разведка полезных ископаемых щупом
? —
ραβδοσκοπία
как с
(ново)греческого
переводится слово
ραβδοσκοπία
? — разведка полезных ископаемых щупом
#
(ново)греческий словарь
—
φλόγα
—
ταυράκι
—
αβάφτιγος
—
στοπάρω
—
φέσι
—
τρίμορφος
—
ξεγαντζώνω
—
απρόκοπος
—
συσταχώνω
—
αγορανομικός
—
μεγαλορρημοσύνη
—
κρυσταλλουργία
—
διασταυρώνοντας
—
ξερράγιασμα
—
αλαφρόλογος
—
κουρτινόξυλο
—
απιθώστρα
—
αιμορρόφιλος
—
ελαιοποιία
—
ανεκδήλωτος
—
ξεζώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,