Новогреческий словарь
μήλωση
μήλωση
(-εως) η мед.
зондирование
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
зондирование
? —
μήλωση
как с
(ново)греческого
переводится слово
μήλωση
? — зондирование
#
(ново)греческий словарь
—
ιστιοφόρος
—
πετεινάρι
—
αρτισύστατος
—
κοφινιάζω
—
μύστης
—
δεκαεξάκις
—
αρριβιστικός
—
αμμωνιούχος
—
νεφρί
—
τροχαία
—
παραποίηση
—
σνακ
—
κοκκωτός
—
μούργος
—
δεντροστοιχία
—
υπερθεματιστής
—
χλωροφυλλόκοκκος
—
ξενοκοιτάζω
—
ολόχαρος
—
δόνηση
—
ανωδυνία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,