|
ο утешитель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утешитель? — παρηγορίητής как с (ново)греческого переводится слово παρηγορίητής? — утешитель — απόνερα — αντίπνοος — ταβανόβουρτσα — ζοφερότητα — εισόρμηση — αλάργεμα — αίσχος — οξυκέρασος — συμπυκνωτήρας — εκβάθυνση — τάραχος — γαργάρισμός — ενδοσκοπικός — πεπλεγμένος — αστιγματικός — ανυφαντής — προπερυσινός — δυσθεώρητος — ματόφυλλο — εγκαινίασμα — πολυζηλεμένος |
|||