παρηγορίητ|ής

формы словаβ
παρηγορίητ|ής
ο утешитель



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово утешитель? — παρηγορίητής
как с (ново)греческого переводится слово παρηγορίητής? — утешитель


απόνερααντίπνοοςταβανόβουρτσαζοφερότηταεισόρμησηαλάργεμααίσχοςοξυκέρασοςσυμπυκνωτήραςεκβάθυνσητάραχοςγαργάρισμόςενδοσκοπικόςπεπλεγμένοςαστιγματικόςανυφαντήςπροπερυσινόςδυσθεώρητοςματόφυλλοεγκαινίασμαπολυζηλεμένος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit