|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οροδοσία? — — αμπελόεις — φακιρισμός — ελεύθερος — σκηνοθετικός — διατηρώ — κόντρα — διάληψη — αφότου — φωτοειδησεογραφία — άφταιχτος — ενδεση — καλογηροσύνη — κοκκινομάνιτας — ανυπότακτο — διαρρέω — δαγγειόπληκτος — Φλαμανδός — μυριστικός — καταβρεχτήρας — Σουηδία — στιγμόμετρο |
|||