|
монашеский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монашеский? — καλογερικός как с (ново)греческого переводится слово καλογερικός? — монашеский — ασματογράφος — φυματιολογικός — ελατάκι — βισμουθιακός — απύρι — πολίχνη — δακτυλογράφος — βαλαντώνω — τάϊσμα — δασερός — τσαγκρουνιά — φυσαλίδα — χρυσοπόρφυρος — ανυπόβλητος — χαμοκέλλα — ευκολοδιάβαστος — ποιμένας — σακκί — οφιοειδή — τηλεφωνικώς — κυβικός |
|||