|
(αόρ. (ε)σπεκουλάρισα ) спекулировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спекулировать? — σπεκουλάρω как с (ново)греческого переводится слово σπεκουλάρω? — спекулировать — κουμπωμένος — καθηγήτρια — απογραφέας — μαρτολούλουδο — αμέλγω — καλοσυνηθισμένος — λιόχαρος — διψομανία — εξάμβλωση — λαγουδίνα — ηλιοψημένος — απολήγω — δίπλιασμα — πρωτόλουβος — αδελφικότης — αντικατάσταση — αναψυχώνομαι — ακανθηρός — άμμο — άγδυτος — στρατουλίζω |
|||