|
το 1) смазка (действие и вещество); η μηχανή θέλει ~ — [phrase]машину надо смазать[/phrase]; 2) взятка, подкуп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смазка? — άλειμμα как на (ново)греческом будет слово взятка? — άλειμμα как на (ново)греческом будет слово подкуп? — άλειμμα как с (ново)греческого переводится слово άλειμμα? — смазка, взятка, подкуп — αναγκαστικά — αρύλογος — αναλύω — φλάσκα — μέρσιμος — ασχημόμουτρο — μοργάρω — απατός — γάργαρος — κτηνοτροφείο — κατέχω — ασπροκαλάμποκο — δεκανέας — εκφαίνω — φτεροκοπώ — υποτροφία — μεταλλειολογία — ποντικοφάρμακο — μπακανιάρης — τροχαίος — ζέσταμα |
|||