|
дамасский; ~ χάλυβας — дамасская сталь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дамасский? — δαμασκηνό как с (ново)греческого переводится слово δαμασκηνό? — дамасский — κόφτρα — αρμενική — κατάφρακτο — ομπρελλάς — λίμα — κρεολός — κολοκύθα — εμφράκτης — αμπελώδης — τσακώνομαι — αδιάτμητος — λιθοθροπτικός — μουδιάστρα — ακορντεονίστρα — ανάλεστος — άδεια — τσεύδισμα — αρμαθιά — ταχυγραφώ — προπλασμός — κολχόζ |
|||