Новогреческий словарь
καντήλι
καντήλι
το
лампадка
;
===
τού άναψαν τά ~α — [phrase]он пришёл в ярость[/phrase]
;
εσώθηκε τό ~ τού — [phrase]он при смерти[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лампадка
? —
καντήλι
как с
(ново)греческого
переводится слово
καντήλι
? — лампадка
#
(ново)греческий словарь
—
δορστοφόρος
—
φωταγωγικός
—
παράφαγα
—
επιβλέπω
—
εισαγγελία
—
αδάμας
—
οικιακός
—
σουηδέζικος
—
τσουλίτσα
—
δρακιά
—
αείμνηστος
—
αναδεξιμιά
—
μαυροκόκκινος
—
σταθερωτής
—
Μανούσος
—
λειψοφέγγαρο
—
αιτών
—
λύκαινα
—
επισωρεύω
—
εχθρός
—
απογαλουχισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве