|
το лампадка; === τού άναψαν τά ~α — [phrase]он пришёл в ярость[/phrase]; εσώθηκε τό ~ τού — [phrase]он при смерти[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лампадка? — καντήλι как с (ново)греческого переводится слово καντήλι? — лампадка — κωλοφωτιά — σιφώνιο — αλείφω — ευλογιοκομείον — λεξικογραφώ — συμπεφυρμένος — ταχυπαλμία — ξεκούρασμα — ενταμώνω — ανασήκωμα — ασπάζομαι — αιμογλοβίνη — φτωχοφαμελίτισσα — χάλια — αοριστολόγος — ψελλίζω — εξυδάτωσις — βιαιοπαθής — τεκνοποιία — μαγνησιούχος — λεβέντικος |
|||