|
плутократический; капиталистический; ~ή ολιγαρχία — финансовая олигархия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плутократический? — πλουτοκρατικός как на (ново)греческом будет слово капиталистический? — πλουτοκρατικός как с (ново)греческого переводится слово πλουτοκρατικός? — плутократический, капиталистический — γραφειοκρατία — αναφανδόν — ασήμωτος — μπουρμπουλήθρα — τοξικολόγος — θηρευτός — γαϊδουρομούλαρο — κοκκινόχωμα — ρητινοσυλλέκτρια — αφοβέριστος — αυτοτυπία — εκκαμινευτής — πωγωνάτος — καταπονάω — εξίτηλος — λιποθυμισμένος — τσέργα — απόλαψη — αχλαδόκρασο — Σλοβάκα — δεντροστοιχία |
|||