|
запыхаться; задыхаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запыхаться? — λαχανιάζω как на (ново)греческом будет слово задыхаться? — λαχανιάζω как с (ново)греческого переводится слово λαχανιάζω? — запыхаться, задыхаться — ουρανολογία — φασισμός — ανεμοδείχτης — τεύτλο — αναστηρίζω — δείχτω — ηλεκτροπαραγωγός — κρεατομηχανή — όζος — ανόλπιστος — εχθρικός — αλκοολομέτρηση — ψαλιδιά — απόπατος — φορτίσσιμο — προσφιλής — μπακαλόχαρτο — ακίδα — καλυκάγρα — θέσπισμα — κρασωμένος |
|||