|
το поезд; πηγαίνω μέ τό ~ — ехать поездом; παίρνω τό ~ — а) сесть на поезд; б) ездить поездом; χάνω τό ~ — опаздывать на поезд; τό ~ φεύγει στίς δέκα — [phrase]поезд отправляется в десять часов[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поезд? — τραίνο как с (ново)греческого переводится слово τραίνο? — поезд — σηματολόγιο — τσεχοσλοβακικός — επανωφόρι — γρύφονας — κρουσίφλογος — χρυσοδένω — κλυστήρας — πλέκτης — ασκιάστος — επαμφοτερίζω — αρριζος — απόκαιρος — διασταυρούμενος — μάστορας — προσλαλιά — μούχτι — ατμοσυρίκτρα — εντεροκολίτιδα — εξηκονταετής — λαχανοφαγία — απελευθερωτικός |
|||