Новогреческий словарь
απόπτυσμα
απόπτυσμα
το
плевок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
плевок
? —
απόπτυσμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
απόπτυσμα
? — плевок
#
(ново)греческий словарь
—
αποτσιπωσιά
—
σακκούλα
—
συμπήκτωση
—
αποστεωμένος
—
υπήκοος
—
δολιότητα
—
ολόγλυφος
—
δανειοδότηση
—
άμη
—
τριτοετής
—
πενία
—
κατάντια
—
ψιλικά
—
εξανεμίζω
—
κασονάκι
—
φαγεδαίνωση
—
σορόπι
—
πληθωρισμός
—
επικοινωνιακά
—
αθεόφοβος
—
εκπτύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве