ακροαστικός

формы словаβ
ακροαστικός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ακροαστικός? —


ψαλτάαβίαστοςκλωσσόπουλοκοιλιάρηςοντολόγοςστρεβλόςμεταξοβιομηχανικόςγερόκοταἐπικονίασιςδεκάμηνοςκακόθυμοςυστεροπτωσίαἡσσάομαιψευδορκώπαράγωαξέσπαστοςστάλοςπρωτόγραφοφτωχογειτονιάαναξηραντικόςκοιμητήριο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit