Новогреческий словарь
καθημερινή
καθημερινή
η
будний, рабочий день
;
οι ~ές — будни
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
будний
? —
καθημερινή
как на
(ново)греческом
будет слово
рабочий день
? —
καθημερινή
как с
(ново)греческого
переводится слово
καθημερινή
? — будний, рабочий день
#
(ново)греческий словарь
—
αφέντισσα
—
ελληνομάχος
—
γεραλέος
—
τιμάω
—
εμφανής
—
δειπνώ
—
αξεπάστρευτος
—
φαμίλια
—
ξορίζω
—
καμπανέλλι
—
κυνόδηκτος
—
προσεταιριστικός
—
σιχαμένος
—
διαμερισμός
—
παρατηρητέον
—
βιβλιολογικός
—
φτιαξιά
—
τσινώ
—
αντιδεοντολογικός
—
τοποθέτηση
—
ανύστακτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве