|
делать связки табачных листьев #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово делать связки табачных листьев? — καλουπιάζω как с (ново)греческого переводится слово καλουπιάζω? — делать связки табачных листьев — αλυσοδέσμιος — στυλέτο — νυφίτσα — παραλήπτης — πόντος — προσοικενώνομαι — αμφίλογος — φασματοσκόπιο — αποδόσιμος — υπαινικτικός — εγκέφαλος — εκπρόθεσμος — καλλωπίζω — συμβατότητα — εμπορούπάλληλος — θαλπωρή — ξεναγέτης — μουθουνητό — κωλοπετσωμένος — στομφώδης — δύσοσμα |
|||