Новогреческий словарь
μετάπλασμα
μετάπλασμα
το (чаще мн.ч.) с.-х.
добавки к почве
(песок, известь и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
добавки к почве
? —
μετάπλασμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μετάπλασμα
? — добавки к почве
#
(ново)греческий словарь
—
ανεμοφράκτης
—
πρωταρχίνισμα
—
αλυπησιά
—
τριανταφυλλόλαδο
—
πειθήνιος
—
καλογερόπαιδο
—
στάτωρ
—
υπνοπάθεια
—
τσιράκι
—
διαρμίζομαι
—
αψιμυθίωτος
—
μικρομέλεια
—
αλευρένιος
—
χαϊδολόγημα
—
επίρρωση
—
αποφολιδωτικός
—
ισιώνω
—
βιομήχανος
—
αρχιμάγειρος
—
παρλαπίπα
—
εμπροθέσμως
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве