|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φουρκισμένος? — — ενοικιάζω — γιαταγάνι — λίπωμα — ζωολάτρης — καταζώστης — λαχανιαστός — σεπτεμβριανός — μικροχρονόμετρο — κυνηγάω — λεοπάρδαλη — πεύκο — μανδήλιον — Κωνσταντινούπολη — γκλάβα — ταριχευτής — κωμωδιοποιός — ζωοποιός — πρωτόνιο — μινιμαλιστικός — Δεύτερονόμιον — ιερομόναχος |
|||